# Elements of New Testament Greek 3rd Edition, Chapter 14 # by Jeremy Duff, ISBN 978-0-521-75550-4 # Version 1.1 # Paul Denisowski (paul@denisowski.org) ἁμαρτωλός, -όν : sinner διδάσκαλος -ου, ὁ : teacher θρόνος, -ου, ὁ : throne Ἰάκωβος, -ου, ὁ : James λίθος, -ου, ὁ : stone πρεσβύτερος, -α, -ον : old person, elder ἀμπελών, ἀμπελῶνος, ὁ : vineyard εἰκών, εἰκόνος, ἡ : image Ἕλλην, Ἕλληνος, ὁ : Greek Καῖσαρ, Καῖσαρος, ὁ : Caesar κρίμα, κρίματος, τό : judgement οὖς, ὠτός, τό : ear παῖς, παιδός, ὁ : child, servant παιδίον, -ου, τό : child, infant σπέρμα, σπέρμτος, τό : seed πάσχα, τό : Passover ἀγοράζω : I buy βλασφημέω : I blaspheme διακονέω : I serve διαλογίζομαι : I consider, argue, discuss ἐλπίζω : I hope ἑτοιμάζω : I prepare, make ready κρατέω : I grasp, arrest μισέω : I hate πειράζω : I test, tempt πράσσω : I do προφητεύω : I prophesy σκανδαλίζω : I cause to fall/sin ὑποτάσσω : I subject φυλάσσω : I guard φωνέω : I call (out) χαρίζομαι : I give freely # end